Shorter texts

40 Greek costumes from the collection of the Dora Stratou Theater 

 

 

Ράφτης, Αλκης: Εισαγωγή στο βιβλίο “40 ελληνικές φορεσιές από τη συλλογή του Θεάτρου “Δόρα Στράτου”. Αθήνα, Θέατρο “Δόρa Στράτου”,

 

 

 

Εισαγωγή

 

 

Είναι εντελώς ασυνήθιστο να παρουσιάζει ένα θέατρο τα κοστούμια του βεστιαρίου του σε ένα βιβλίο. Τα κοστούμια – όπως και τα σκηνικά – σχεδιάζονται και κατασκευάζονται για να εξυπηρετήσουν μια παράσταση, ο θεατής λοιπόν τα βλέπει σ’ αυτήν σαν αναπόσπαστο κομμάτι του έργου. Μόνα τους δεν έχουν πολλά να πουν, γιατί φτιάχτηκαν μόνο για τη σκηνή και όχι για να φορεθούν έξω από αυτήν.

 

Αυτή η αντίληψη επικρατούσε και στο δικό μας θέατρο στα 47 χρόνια ιστορίας του που συμπληρώνονται τώρα. Είχαμε αρκεστεί στο γεγονός ότι οι θεατές είχαν την ευκαιρία να τα απολαύσουν στις 200 παραστάσεις που δίνουμε κάθε χρόνο, και μάλιστα ζωντανεμένα με τον πιο γοητευτικό τρόπο: με τους χορούς και τις μουσικές που ταιριάζουν στο καθένα. Ισως ακόμα να είχαμε παρασυρθεί στο να θεωρούμε τη φορεσιά απλώς σαν ένα απαραίτητο εξάρτημα προκειμένου να παρουσιάσουμε τους χορούς, μια και οι χοροί είναι το πρωταρχικό μας αντικείμενο.

 

Σήμερα ερχόμαστε, έστω και καθυστερημένα, να επανορθώσουμε αυτή την παράληψη παρουσιάζοντας φορεσιές αυτόνομα, χωρίς τους χορούς και τις μουσικές τους. Ετσι, ο αναγνώστης θα έχει τη δυνατότητα να παρατηρήσει τις τόσες αξιόλογες λεπτομέρειες, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι θεατές του θεάτρου μας, με την απόσταση που τους χωρίζει από τη σκηνή και την κίνηση των χορευτών. Δημοσιεύοντας τις φωτογραφίες αυτές, αναπληρώνουμε συμβολικά την έλλειψη ενός εκθεσιακού χώρου όπου θα μπορούσαμε να δείξουμε στον επισκέπτη έστω κι ένα μικρό μέρος μιας τεράστιας συλλογής: 2.500 πλήρεις φορεσιές και επί πλέον άλλα μεμονωμένα μέρη τους, κοσμήματα, εξαρτήματα κλπ.

 

Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος, πολύ πιο σοβαρός, που επιβάλλει να εκτεθούν αυτόνομα αυτά τα κοστούμια, παρά το ότι πρόκειται για την ιματιοθήκη ενός θεάτρου. Είναι γιατί αυτά δεν φτιάχτηκαν για τις ανάγκες κάποιου έργου, υπήρχαν πολύ πριν, τα είχαν φτιάξει και τα φορούσαν άλλοι πριν από εμάς. Εμείς απλώς τα βρήκαμε, τα μαζέψαμε και τους ξαναδώσαμε ζωή. Η πραγματική τους όμως ζωή ήταν η πρώτη, τότε στο χωριό, στο πανηγύρι, στο γάμο, στην εκκλησία και στην πλατεία την Κυριακή. Είναι παραδοσιακές φορεσιές, όχι θεατρικά κοστούμια.

 

Αυτή τη ζωή, αυτόν τον πολιτισμό, τον παραδοσιακό πολιτισμό, έμειναν για να θυμίζουν οι φορεσιές αυτές. Εναν πολιτισμό που είχε πια σβύσει στην Ελλάδα πριν από πενήντα χρόνια και δεν θα ξαναγυρίσει. Τα αντικείμενα που έμειναν στα χέρια μας και τα βιβλία που γράφουν για τα έθιμα εκείνης της εποχής στο χωριό, δεν μπορούν να μας δώσουν ολόκληρη την ουσία του. Γιατί το πιο σημαντικό βρισκόταν στις σχέσεις των ανθρώπων και στον τρόπο που αντιμετώπιζαν τον κόσμο. Μικρές κοινωνίες, αυτοτελείς, η κάθε μια με την δική της ιστορία, άλλαζαν αργά διατηρώντας μια ξεχωριστή ταυτότητα. Γι αυτό η φορεσιά του κάθε χωριού ή του κάθε νησιού είναι διαφορετική.

 

Οι άνθρωποι ζούσαν δεμένοι στενά μεταξύ τους, σε μεγάλες οικογένειες, κοντά στη φύση, δίπλα στα ζώα τους, παρακολουθώντας τις αλλαγές του καιρού, χωρίς να κυνηγούν το καινούριο και το εντυπωσιακό. Ρούχα ραμένα από την κόρη, τη μάνα και τη γιαγιά μαζί, στις αυλές και στα νυχτέρια. Κάλτσες πλεγμένες περπατώντας, από την γυναίκα που γύριζε στο σπίτι από το χωράφι, έγκυος, με ενα φόρτωμα ξύλα στην πλάτη. Γουρουνοτσάρουχα ραμένα από τον πατέρα με το δέρμα του ζώου τους, που έσφαξε κι έγδαρε ο ίδιος. Μεταξωτές κλωστές που έφερε ο Εβραίος πραματευτής και πληρώθηκε με στάρι. Μαντίλι σταμπωτό που έφερε δώρο ο θαλασσοδαρμένος αδερφός.

 

Σήμερα βλέπουμε τη φορεσιά και θαυμάζουμε την ομορφιά της, τα χρώματα και τα κεντήματα. Είναι δύσκολο όμως να φανταστούμε το καρδιοχτύπι της κοπέλας που την φόρεσε όταν βγήκε από το σπίτι της για πρώτη φορά επίσημα για να εμφανιστεί στο χορό, δηλώνοντας έτσι ότι είναι έτοιμη για παντρειά. Τότε, όταν η γυναίκα κατέβαινε στο παζάρι, η φορεσιά της “μιλούσε” κι έλεγε από ποιό χωριό είναι, αν είναι παντρεμένη, αν έχει παιδιά, αν ο άντρας της είναι γεωργός ή βοσκός, αν έχει πένθος, και τόσα άλλα. Οποιος την έβλεπε “διάβαζε” τη φορεσιά της και της μιλούσε ανάλογα. Η κάθε φορεσιά ήταν μια στολή με πολλά διακριτικά, όπως οι στρατιωτικές στολές.

 

Οταν ο κόσμος άλλαξε, οι φορεσιές μπήκαν στα σεντούκια ή έγιναν κουρελόπανα. Οι άνθρωποι ξέχασαν να υφαίνουν στον αργαλειό, να βάφουν με φυτικά χρώματα, να κεντούν, να δένουν τα διάφορα μαντιλοδεσίματα στο κεφάλι. Ξέχασαν πώς λέγεται το κάθε κομμάτι και τι σήμαινε το κάθε διακριτικό. Εμαθαν να πηγαίνουν στα μαγαζιά και να αγοράζουν ρούχα που δεν έχουν σχέση με την ιστορία της γενιάς τους.

 

Ας προσπαθήσουμε με την φαντασία μας να μεταφερθούμε στα ελληνικά χωριά πριν από εκατό χρόνια, όταν αυτές οι φορεσιές που βλέπουμε εδώ είχαν ακόμα την ψυχή τους.

 

 

 

                    

 Αλκης Ράφτης

 

Love songs of the Kountouriotes

 

Αλκης Ράφτης: Πρόλογος του βιβλίου του Βαγγέλη Λιάπη: Λούλετ ε βασιλικόι. Το κουντουριώτικο ερωτικό τραγούδι. Αθήνα, Ελληνικό Τμήμα ΔΟΛΤ, 1998.

 

Raftis, Alkis: Introduction to the book by Vangelis Liapis “Love songs of the Kountouriotes” (in Greek). Athens, Greek Section IOFA, 1998.

 

 

 

   Εχουμε συνηθίσει στην Εθνογραφία να γυρεύουμε τα ντοκουμέντα, τα “μνημεία του λόγου” ή τα απομεινάρια του υλικού βίου. Αγωνιούμε να περισώσουμε όσο περισσότερα μπορούμε από τα στοιχεία ενός πολιτισμού που χάθηκε πρόσφατα και που μόλις προλαβαίνουμε να γνωρίσουμε από τις αναμνήσεις των παππούδων. Είμαστε σίγουροι ότι οι γενιές του μέλλοντος θα ψάξουν να τα βρουν γιατί θα έχουν ανάγκη να τα γνωρίσουν. Αισθανόμαστε ότι σε μας πέφτει το βάρος της διάσωσης.

 

   Ετσι μαζεύουμε, καταγράφουμε και μελετούμε αυτά τα στοιχεία κάτω από πίεση χρόνου, αφού σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πια κανένας αυτόπτης μάρτυρας αυτού του πολιτισμού. Δεν θα μπορεί κανείς να μας δώσει νέες πληροφορίες. Τότε θα μεταπέσουμε όλοι στη μοίρα των “μηρυκαστών λαογράφων”, αυτών που σταχυολογούν από βιβλία άλλων για γράψουν ένα δικό τους βιβλίο χωρίς να κάνουν επιτόπια έρευνα για να συλλέξουν δικά τους φρέσκα στοιχεία.

 

   Ο υπογράφων έχει συμβάλει ουκ ολίγον στη μηρυκαστική βιβλιογραφία, λεηλατώντας, αναλύοντας ή κριτικάροντας βιβλία άλλων. Εξομολογείται την αμαρτία του και επικαλείται ασήμαντα ελαφρυντικά, όπως η ανάληψη διοικητικών ευθυνών στο χώρο της παράδοσης ή η καθοδήγηση άλλων ερευνητών. Δεν θα πάψει να θαυμάζει και να βάζει ψηλότερα από τους Νικόλαους Πολίτες, εκείνους τους Βαγγέληδες Λιάπηδες που γράφουν βιβλία από διηγήσεις που άκουσαν οι ίδιοι “στην πρώτη γραμμή”.

 

   Θα ήταν ενδιαφέρον να γίνει μια στατιστική, αλλά μπορούμε να πούμε πρόχειρα ότι, από τα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία 20 χρόνια για τον παραδοσιακό πολιτισμό, λιγώτερα από το ένα τέταρτο είναι καρποί επιτόπιας έρευνας. Σ’ αυτά συγκαταλέγονται τα βιβλία του Λιάπη, κι αυτό τους δίνει την πρώτη τους τιμητική διάκριση.

 

   Η δεύτερη τιμητική διάκριση, η υψηλότερη, είναι ότι ο Λιάπης πετυχαίνει να δώσει όχι μόνο τα στοιχεία (τα έθιμα του γάμου, τα μοιρολόγια, τους χορούς και τώρα τα ερωτικά τραγούδια), αλλά και το νόημα που κρύβουν. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταθούμε για να δείξουμε το μέγεθος της προσφοράς του.

 

   Συλλογές από “τραγούδια του ελληνικού λαού” υπάρχουν αμέτρητες. Σε πόσες όμως από αυτές αναφέρεται το πώς έφτασε να φτιαχτεί το κάθε τραγούδι ή το κάθε στιχάκι, ποιαν ανάγκη κάλυψε, πώς το είδαν οι σύγχρονοί του; Βιβλία με περιγραφές των βημάτων των χορών υπάρχουν πάμπολλα. Πόσα όμως τοποθετούσαν τον κάθε χορό μέσα στο κοινωνικό του πλαίσιο όταν δημοσίευσε ο Λιάπης τον “Χορό στους Κουντουριώτες”; Κανένα.

 

   Κάποιος θα παρατηρήσει ότι έχουμε κι άλλα βιβλία όπου τα τραγούδια σχολιάζονται από τον ανθολόγο ή τον συλλογέα. Ναι, αλλά τι αξία μπορεί να έχει ένας σχολιασμός λογοτεχνικού τύπου σε μια ποιητική δημιουργία που δεν είναι “λογοτεχνική”, με την έννοια που είχε η τέχνη του λόγου στην παραδοσιακή κοινωνία; Ποιον μπορούν να ενδιαφέρουν οι ακροβατικοί συλλογισμοί κάποιου φιλολογίζοντος που πασχίζει μέσα από τις ξερές λέξεις να βρει το νόημα ενός στίχου που σκαρώθηκε σε μια στιγμή που ο ίδιος δεν έζησε ούτε μπορεί να φανταστεί, σε ένα χωριό όπου ο ίδιος δεν γνώρισε;

 

   Ο Βαγγέλης Λιάπης δεν πέφτει τόσο χαμηλά. Τα λόγια που συνοδεύουν τα στιχάκια δεν είναι δικά του, είναι λόγια, σχόλια, σκέψεις, διηγήσεις αυτών που έφτιαξαν τα στιχάκια ή που τα άκουσαν τότε. Είναι λόγια που ανήκουν στα στιχάκια και αποτελούν τμήμα τους.

 

   Οι λαογράφοι του παλιού καιρού θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι τέτοιο. Να ζητούν από τις γριές να τους πουν όχι μόνο τα λόγια του τραγουδιού αλλά και τα σχόλιά τους γι αυτό. Πότε τραγουδιόταν, πώς χορευόταν, από ποιον, ποιος το έφτιαξε, για ποιον, τι ήθελε να πει, γιατί το είπε έτσι, τι είπαν οι άλλοι όταν το άκουσαν, και τόσα άλλα “ζουμερά”. Τότε όμως δεν φανταζόταν κανείς ότι αυτά έχουν κάποια αξία. Θεωρούσαν επαρκή την καταγραφή του κειμένου των τραγουδιών – και κατ’ επέκτασιν την ανάλυσή τους – όπως θα έκαναν για έργα σύγχρονων στιχουργών.

 

   Σήμερα όμως ξέρουμε ότι η πραγματική αξία κάθε στοιχείου που ανήκει σε έναν άλλο πολιτισμό αναδεικνύεται όταν το δει κανείς με τα μάτια των ανθρώπων εκείνου του πολιτισμού (στον περιορισμένο βαθμό που αυτό είναι εφικτό). Για στίχους λοιπόν φτιαγμένους τότε, θα πρέπει να βρούμε τι έλεγαν οι άνθρωποι τότε, όχι τι λέει ένας άνθρωπος του σήμερα που αναπόφευκτα έχει διαφορετικά κριτήρια. Ο αναλυτής της ποίησης του Καβάφη ή του Ελύτη είναι αναρμόδιος να προσεγγίσει τα δημοτικά τραγούδια.

 

   Τότε η στιχουργική ήταν αποκλειστικά προφορική, τώρα είναι αποκλειστικά γραπτή. Και μόνον αυτό αρκεί για να δείξει το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τα δύο είδη. Το τραγούδι διαμορφωνόταν αμέτρητες φορές περνώντας από στόμα σε στόμα, ενώ τώρα επαναλαμβάνεται αναλλοίωτο καθώς εκτελείται από λίγους επαγγελματίες. Γραπτή ποίηση δεν υπήρχε, παρά μόνο ελάχιστα από κάποιους λόγιους για περιορισμένο κοινό.

 

   Τα στιχάκια (ή μαντινάδες ή κοτσάκια, ανάλογα με την περιοχή) φτιάχνονταν βιαστικά για να ειπωθούν σε μια ορισμένη στιγμή, και μετά ήταν ντροπή να τα ξανατραγουδήσει κανείς. Το μέγεθος αυτής της παραγωγής ήταν αδιανόητο σ’ εμάς. Βλέπουμε στην Ελευσίνα ότι κάθε κοπέλα που έσερνε το χορό έλεγε μερικά δικά της στιχάκια. Ακούγονταν έτσι κάπου εκατό στιχάκια κάθε Κυριακή απόγευμα, δηλαδή μερικές χιλιάδες σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, χωρίς να υπολογίσουμε τις άλλες αφορμές για στιχοποιία. Αυτό συνέβαινε σε όλα τα αρβανιτοχώρια.

 

   Ας πάμε στη Κάρπαθο, όπου διατηρούνται πολλές συνήθεις που χάθηκαν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Σε κάθε οικογενειακή γιορτή ο κάθε καλεσμένος λέει τις ευχές του με μαντινάδες καθώς περνά από μπροστά του η κόρη με το κέρασμα. Κάθε φορά που χορεύουν ξεκινούν με τον Κάτω χορό, όπου οι χορευτές επαινούν τις χορεύτρες τους με μαντινάδες. Ενα καθιστό γλέντι αποτελείται από μαντινάδες που συνθέτουν και τραγουδούν με τη συνοδεία της λύρας και της τσαμπούνας αυτοί που κάθονται γύρω στο τραπέζι, και διαρκεί μέχρι το πρωί. Ενα γράμμα μάνας στον ξενητεμένο γιο, αδελφό ή άντρα της αποτελείται από πολλές δεκάδες μαντινάδες που του διηγούνται τα νέα της.

 

   Υποκύπτοντας στη σημερινή τάση για ποσοτικοποίηση, θα λέγαμε ότι ένα τέτοιο χωριό παράγει πάνω από 10.000 μαντινάδες το χρόνο! Στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη ξέρουμε ότι γινόταν το ίδιο, στη Κυνίδαρο της Νάξου γίνεται ακόμα. Εχουμε στοιχεία ότι ανάλογες συνήθειες επικρατούσαν στα άλλα νησιά και σε πολλά μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Επομένως, μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συνολική παραγωγή εκείνη την εποχή σε μερικά εκατομμύρια στιχάκια το χρόνο!

 

   Κάτι ανάλογο συνέβαινε με τα τραγούδια. Μια γυναίκα στο χωριό μπορεί να ήξερε πάνω από 100 τραγούδια. Ολα αυτά τα αναφέρουμε για να εκτιμήσει ο σημερινός αναγνώστης το τεράστιο μέγεθος της ποιητικής παραγωγής στην παραδοσιακή κοινωνία σε σύγκριση με τη σημερινή.

 

   Προχωράμε τώρα σε ένα άλλο βασικό στοιχείο διαφοροποίησης. Από τα αμέτρητα στιχάκια που άκουγαν, ορισμένα μόνο συγκρατούσαν και τα επαναλάμβαναν στις διηγήσεις τους. Ποια ήταν αυτά; Ηταν αυτά που θεωρούσαν “πετυχημένα”, τα εύστοχα, εκείνα που ταίριαζαν με την περίσταση. Για έναν ποιητή ή τραγουδοποιό του σήμερα κανένας δεν διανοείται να πει ότι οι στίχοι του είναι “πετυχημένοι”. Αυτό δείχνει ότι οι στίχοι εκείνοι αξιολογούνταν όχι απόλυτα σαν αυτόνομο κείμενο, αλλά με βάση τη σχέση τους με την περίσταση.

 

   Ετσι λοιπόν, όχι μόνο έχουμε μπροστά μας ένα απειροελάχιστο κλάσμα από τα τραγούδια και τα στιχάκια που λέγονταν, αλλά είμαστε και σε αδυναμία να πιάσουμε το πραγματικό νόημά τους. Γιατί δεν μπορούμε να τα δούμε παρά μόνο “ποιητικά”, σαν κείμενο, και όχι “περιστασιακά”, σαν δημιουργήματα μιας μόνο στιγμής σε μια μόνο μικρή κοινωνία. Ξέρουμε “τα λόγια”, αλλά όχι τον “λόγο”.

 

   Ετσι, δεκάδες χιλιάδες τραγούδια, εκατοντάδες χιλιάδες παραλλαγές τους, βρίσκονται στα βιβλία σαν σκελετοί στις προθήκες παλαιοντολογικού μουσείου. Δεν μπορούν να τραγουδηθούν χωρίς τη μελωδία τους, διαβάζονται άνοστα χωρίς την προφορά τους, δεν ξέρουμε πώς χορεύονταν, οι φράσεις τους έχουν άλλο νόημα για μας.

 

   Και πέφτουν επάνω τους σαν αρπακτικά όρνεα οι σημερινοί τραγουδοποιοί για να τα βγάλουν όπως-όπως σε δίσκο, δηλώνοντάς τα σαν δικές τους συνθέσεις ώστε να εισπράτουν πνευματικά δικαιώματα. Και τα πιάνουν με το τσιμπιδάκι οι διάφοροι σχολιαστές για να γεμίσουν τις σελίδες με ανούσια συμπεράσματα για το από πού προέρχεται η κάθε λέξη και τι θέλει να μας πει η κάθε έκφραση.

 

   Τίποτα δεν ήθελαν να μας πουν αυτοί που τα τραγούδησαν, γιατί απλούστατα δεν μας ήξεραν. Τα τραγούδησαν τότε για τους χωριανούς τους, που ήταν άνθρωποι πολύ διαφορετικοί από εμάς και που είχαν δικό τους κώδικα για να τα καταλαβαίνουν. Εναν κώδικα που ο σημερινός σχολιαστής της πολυθρόνας δεν μπορεί να έχει.

 

   Αυτόν τον κώδικα προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει ο Λιάπης ρωτώντας συστηματικά τα γερόντια στα ΚΑΠΗ της Ελευσίνας και της Μάντρας. Αυτά τα συμφραζόμενα του στίχου προσπαθεί να μας δώσει, σαν ντόπιος που πρόλαβε τις τελευταίες αναλαμπές του τοπικού πολιτισμού. Αυτό το πλούσιο σκηνικό ανασυνθέτει μεθοδικά με τα αλεπάλληλα βιβλία του, προκειμένου να ξεφύγει από την ξερή απαγγελία των τραγουδιών και τη στεγνή περιγραφή των περιστατικών.

 

   Φιλοδοξεί να μας ξεναγήσει βήμα προς βήμα στα κουντουριώτικα χωριά του παρελθόντος. Αφού έδωσε σάρκα στους σκελετούς, τους έβαλε να παντρευτούν, να χορέψουν και να μοιρολογήσουν. Τώρα τους βάζει να τραγουδήσουν τους καημούς τους. Σε λίγο θα τους ντύσει με τις μεγαλόπρεπες φορεσιές τους. Ποιος ξέρει τι άλλο θα καταφέρει με τα μελλοντικά βιβλία του. Οταν θα έχει ολοκληρώσει το έργο του, η Ελευσίνα θα μπορεί να υπερηφανεύεται ότι κανένα άλλο χωριό (πρώην χωριό μάλλον) στην Ελλάδα δεν έχει τόσο πλούσια, ζωντανή και αναλυτική βιβλιογραφία για το περελθόν του.

 

   Δεν θα ήθελα να κλείσω αυτήν την εισαγωγή χωρίς να βρω κάποιο ψεγάδι στο βιβλίο αυτό. Αφού προσπάθησα να αποδείξω με επιχειρήματα τη σημαντική αξία του, νομίζω πως θα άφηνα αμφιβολίες για την αντικειμενικότητά μου αν περιοριζόμουν σε υμνολογίες. Αυτό που μπορώ να προσάψω στο Βαγγέλη Λιάπη είναι ότι δεν επιχειρεί να δώσει συγκριτικά στοιχεία. Το έργο του θα ήταν πληρέστερο αν συμπλήρωνε όσα μας δίνει για τον κουντουριώτικο χώρο παραθέτοντας αντίστοιχες πληροφορίες από άλλα αρβανίτικα χωριά, είτε από άλλους συγγραφείς είτε από δικές του έρευνες. Ετσι θα φαινόταν ποια είναι τα αποκλειστικά χαρακτηριστικά των Κουντουριωτών, ποια είναι κοινά με τους άλλους Αρβανίτες της Ελλάδας και ποια είναι πανελλήνια.

 

   Δοκίμασα να τοποθετήσω αυτό το βιβλίο μέσα στο φάσμα της εθνογραφικής βιβλιογραφίας και ειδικότερα της βιβλιογραφίας με παραδοσιακά τραγούδια. Παρέλειψα, για να μην καταχραστώ του χώρου και κουράσω, να του δώσω τη θέση που του ανήκει μέσα στη διεθνή βιβλιογραφία με fragments d’un discours amoureux (ψήγματα ερωτικού λόγου).

 

   Μένει τώρα στον αναγνώστη, γυρνώντας αυτή τη σελίδα, να γνωρίσει πώς εξωτερίκευαν οι αλβανόφωνοι μιας μικρής γωνιάς της Ελλάδας την πανανθρώπινη λαχτάρα του γλυκού μαρτύριου του έρωτα.

                                                                     

 

 

Αλκης Ράφτης

Song, music and dance in Epirus

 

Ράφτης, Αλκης: Πρόλογος στο βιβλίο του Παντελή Καβακόπουλου “Τραγούδι, μουσική και χορός στην Ηπειρο”. Αθήνα, 2012.

 

Raftis, Alkis: Preface to the book by Pantelis Kavakopoulos “Song, music and dance in Epirus” (in Greek). Athens, 2012.

 

                                        

 

Πρόλογος

 

 

Στη βιβλιοθήκη μου βρίσκονται πάνω από δέκα βιβλία με τραγούδια της Ηπείρου, ενώ σίγουρα στις μεγάλες λαογραφικές βιβλιοθήκες υπάρχουν πολύ περισσότερα. Είναι ίσως που η Ηπειρος, σαν κατεξοχήν ορεινή περιοχή, έδινε περισσότερο χρόνο στους κατοίκους της να μένουν μέσα και να τραγουδάνε τα βράδια του χειμώνα. Ισως πάλι να τους ενέπνεε βαθύτερη αγάπη για τον τόπο τους, γι αυτό έβγαλε τόσους λαογράφους-συγγραφείς, όπως και ευεργέτες. Πάντως τα βιβλία, όπως και ο συνολικός αριθμός των τραγουδιών σ’ αυτά, είναι περισσότερα από κάθε άλλη περιοχή. Θα αναρρωτιόταν λοιπόν κανείς τι νόημα έχει ένα ακόμα βιβλίο με το ίδιο θέμα.

 

Από τον τίτλο και μόνο υποψιάζεται κανείς ότι το ανά χείρας βιβλίο είναι κάτι παραπάνω, κι αρκεί να το ξεφυλλίσει για να αντιληφθεί ότι ξεπερνάει κάθε προηγούμενο του είδους, μάλιστα αποτελεί το επιστέγασμα της ηπειρώτικης λαογραφίας. Γιατί οι παλαιότεροι δεν είχαν υποψιαστεί ότι τραγούδι δεν είναι μόνο οι στίχοι. Συγκέντρωναν τα λόγια από τα χείλη των γερόντων, τα αποθησαύριζαν με μεράκι και πολύ κόπο γιατί τότε δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα, ίσως πρόσθεταν ένα μικρό σχόλιο του τύπου “τραγουδιέται στο Ζαγόρι” ή “τραγούδι του γάμου”.

 

Με τον καιρό όμως μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον του κοινού που αστικοποιήθηκε. Αρχισε ν’ ακούει τα τραγούδια πιο πολύ για τη μελωδία παρά για τα λόγια, και κατόπιν πιο πολύ για το χορό παρά για τη μελωδία. Δεν είχε την υπομονή να ακούσει μέχρι το τέλος, έφταναν οι πρώτοι στίχοι. Ξεπέρασε το τοπικό ρεπερτόριο ενσωματώνοντας τραγούδια ξένα προς αυτό, από μακρυνές περιοχές. Ξέμαθε να τραγουδάει, αρκούμενος να ακούει επαγγελματίες τραγουδιστές από δίσκους. Ξέχασε και να χορεύει τους ιδιωματικούς χορούς.

 

Ερχεται τώρα ο Καβακόπουλος να βάλει τα πράγματα στη θέση τους δένοντας τα λόγια με τη μουσική και το χορό. Μετά τη Θράκη και τη Μακεδονία επιστρέφει στην πατρίδα του για να της προσφέρει τους θησαυρούς που συνέλεξε από τα νιάτα του, επεξεργασμένους με τη γνώση της εβδομηντάχρονης πανελλήνιας έρευνάς του. Ο πρύτανης της μουσικής λαογραφίας καταθέτει το τελευταίο του δείγμα γραφής, ανώτερο από τα προηγούμενα, αντάξιό του.

 

Δεν μπορώ να μην αναφέρω τις περγαμηνές του, ώστε πριν προχωρήσει ο αναγνώστης – ακόμα κι αν δεν έχει διαβάσει κανένα παρεμφερές βιβλίο για να συγκρίνει – να αισθανθεί το βάρος του έργου που κρατάει στα χέρια του. Ισως να είναι ξερή η απαρρίθμηση αλλά θα ήταν αδικία να παραλειφθεί. Το τί γράφει ένα βιβλίο είναι σαν ένας αριθμός στα μαθηματικά, το ποιος το γράφει είναι σαν πολλαπλασιαστής, σαν εκθέτης που μπορεί να αυξήσει κατά πολύ – ή και να μειώσει – την αξία του.

 

Πρώτον. Ο Καβακόπουλος άρχισε να ερευνά όταν εμείς οι άλλοι δεν είχαμε γεννηθεί, τότε που η παράδοση ήταν ζωντανή και πλούσια. Ακόμα κι εκεί όπου δεν έβλεπες κάτι παραδοσιακό δεν είχες παρά να ρωτήσεις για να σου τα πουν όλα, ήταν νωπά στις μνήμες. Λίγοι όμως τότε είχαν το πάθος της καταγραφής κι ακόμα λιγότεροι ήξεραν πώς να καταγράφουν σωστά.

 

Δεύτερο. Συλλογείς τραγουδιών, αλλά και άλλων μνημείων του λόγου και γενικά πληροφοριών ήταν πολλοί, εκείνος όμως ήταν καταρτισμένος, λειτουργούσε όχι μόνο πατριωτικά αλλά και επιστημονικά. Οχι μόνο διάβαζε πολύ αλλά δεν έχανε εκδήλωση, διάλεξη, πανηγύρι, συνέδριο, ευκαιρία για συζήτηση. Αγύριστο κεφάλι σαν ηπειρώτης δεν δίσταζε να εκφράσει τη διαφωνία του βγάζοντας έτσι στην επιφάνεια νέες πληροφορίες από τον συνομιλητή, αναδιαμορφώνοντας τις απόψεις του.

 

Τρίτο. Ηξερε από μουσική. Ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα ήταν οι λαογράφοι της εποχής που είχαν αυτό το προνόμιο. Οι επόμενες γεννιές ερευνητών – λαογράφοι, ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι, κοινωνιολόγοι που βγαίνουν από τα πανεπιστήμια – εκεί χωλαίνουν. Ξέρουν να βάζουν μπρος το μαγνητόφωνο, δεν καταλαβαίνουν όμως αν η γιαγιά τραγουδάει κάτι σαν το “Φεγγαράκι μου λαμπρό” για να τους ευχαριστήσει ή αν ο μουσικός παίζει ό,τι νά ‘ναι για να τους ξεφορτωθεί. Ο Καβακόπουλος εμπνέει το σεβασμό γιατί κρατάει το βιολί στο χέρι κι έχει μάθει να παίζει στο χωριό, είναι δικός τους και του δίνουν ό,τι καλύτερο έχουν.

 

Τελευταίο για να μην κουράζω. Στους νέους ερευνητές συνιστάται να πηγαίνουν σε μια περιοχή ξένη προς την καταγωγή τους όπου δεν είναι εξοικειωμένοι με τα τοπικά χαρακτηριστικά ώστε να κινούν αυτά την προσοχή τους και να τα καταγράφουν. Οταν πια έχουν ψηθεί πρέπει να ερευνούν την περιοχή τους, όπου μπορούν να εμβαθύνουν. Μόνο που τότε είναι αργά, έχουν πιάσει δουλειά σε πανεπιστήμιο ή αλλού, έμαθαν να κάθονται σε γραφείο και δεν έχουν όρεξη για τρεχάματα στα χωριά.

 

Ο Καβακόπουλος δημοσιεύει τώρα για την Ηπειρο σαν ηπειρώτης αφού έχει καταξιωθεί σαν πανελλήνιος ερευνητής, σαν συγγραφέας βιβλίων που αποτελούν απαραίτητα εγχειρίδια, συνεχίζοντας και ξεπερνώντας τον Samuel Baud-Bovy που προηγήθηκε κι άνοιξε έναν δρόμο που ελάχιστοι ακολούθησαν. Η μεγάλη μάζα προτίμησε να μείνει στους εύκολους δρόμους της βερμπαλιστικής ψευτοανάλυσης, της επιφανειακής καταγραφής, της φιλολογικής ανακύκλωσης ή της δημοσιογραφικής εμπορευματοποίησης της παράδοσης, χωρίς να αφήσουν πίσω τους “σκληρά στοιχεία”.

 

Πιστεύω μου είναι ότι η ιστορία της ανθρωπότητας χωρίζεται στα δύο: στην κοινωνία του χωριού και στην κοινωνία της πόλης. Η δεύτερη δεν έπαψε ποτέ να απομυζά, να εκμεταλλεύεται και να υποτιμά την πρώτη. Ο ερευνητής που μπαίνει στην παραδοσιακή κοινωνία είναι ένας κατάσκοπος που μαζεύει πληροφορίες στο αντίπαλο στρατόπεδο. Η πόλη λειτουργεί αποικιοκρατικά απέναντι στο χωρίο – όσο κι αν ο ερευνητής είναι καλοπροαίρετος, όσο κι αν συμπαθεί και θαυμάζει τον πολιτισμό του, δεν παύει να είναι φορέας του κυρίαρχου πολιτισμού της πόλης. Τώρα που οι τελευταίοι θύλακες παραδοσιακού πολιτισμού χάθηκαν στα χωριά μπορούμε όλοι να το ομολογήσουμε: δεν θελήσαμε ή δεν μπορέσαμε να εμποδίσουμε την εξαφάνισή του. Ισως απλώς να εξωραϊσαμε τη μνήμη του, και μάλλον πήραμε ό,τι είχε να προσφέρει στη δική μας αδηφάγα κοινωνία της πόλης.

 

Ο Καβακόπουλος εξαιρείται από αυτό το στίγμα, υπηρέτησε τον πολιτισμό του χωριού. Το τελευταίο του βιβλίο είναι επιστέγασμα της επιτόπιας έρευνάς του. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, επτά ολόκληρες δεκαετίες, στην πρώτη γραμμή, στην επιτόπια – τονίζω το επιτόπια – έρευνα. Δεν κρύβω το θαυμασμό μου.

 

Σαν άνθρωπος του χορού εκτιμώ την προσφορά του στην βιβλιογραφία με στοιχεία αξιόπιστα, παρμένα από πρώτο χέρι, πολύτιμα για κάθε δάσκαλο χορού. Κανένας άλλος δεν συνέδεσε με τόση ακρίβεια το χορό με τη μουσική και με το τραγούδι. Σαν συγγραφέας φαίνεται πόσες φορές στηρίχτηκα στα βιβλία και τα αμέτρητα άρθρα του. Σαν λίγο ηπειρώτης χαίρομαι που ένας συγχωριανός του παππού μου, από τη Βήσσανη Πωγωνίου, έφτασε τόσο ψηλά. Σαν νεώτερός του τον ευχαριστώ που με τίμησε με τη φιλία του, που με δίδαξε με τις παρατηρήσεις του και που με τίμησε ζητώντας μου να προλογίσω το σημαντικότερο βιβλίο του.

 

Αλκης Ράφτης

 

Πρόεδρος του Χοροθεάτρου “Δόρα Στράτου”

Πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού στην UNESCO    

06/03/2012

 

Preface to the publication of a series of books

by Andreas Papadreou on the folk dances of Cyprus

 

 

Χαιρετισμός στην έκδοση σειράς βιβλίων του Ανδρέα Παπανδρέου για τον κυπριακό χορό. Λευκωσία, 2012.

Preface to the publication of a series of books by Andreas Papadreou on the folk dances of Cyprus (in Greek). Nicosia, 2012.

 

 

   Χαιρετίζω με συγκίνηση την έκδοση ενός μνημειώδους έργου: της σειράς βιβλίων του Ανδρέα Παπανδρέου για τον κυπριακό χορό.

 

   Με το έργο αυτό ο Δρ. Ανδρέας Παπανδρέου επιβεβαιώνει το πολυτάλαντο της φύσης του, το καλλιτεχνικό του αισθητήριο, την ευθυκρισία του, τη δημιουργικότητά του και τη βαθιά γνώση για τον κυπριακό χορό από κάθε άποψη.

 

   Με την πολλαπλή ιδιότητα του χορευτή, δάσκαλου, συγγραφέα, ερευνητή και βιολιστή, καταθέτει ένα θησαυρό γνώσης για την Κύπρο και τον ελληνικό χορό γενικά. Συμπληρώνει μια πορεία πολλών ετών που τον καθιέρωσε σαν τον πολυγραφότερο και βαθύτερο μελετητή του κυπριακού χορού. Μελέτησε τον κυπριακό χορό από κάθε πλευρά, με έμφαση στην κίνηση και τη μουσική, για να καταθέσει ένα έργο που θα παραμείνει αξεπέραστο, αποτελώντας το κεντρικό βοήθημα για κάθε μελετητή του χορού στην Κύπρο, για κάθε δάσκαλο και για κάθε χορογράφο.

 

   Ανάμεσα στις καινοτομίες της σειράς βιβλίων του προεξέχουν οι ακόλουθες:

1.Παρουσίαση της έννοιας και των διάφορων μορφών του κυπριακού χορού.

2.Παροχή ορισμού και χαρακτηριστικών για όλους τους χορούς της Κύπρου.

3.Αναφορά σε όλες τις πτυχές του κυπριακού χορού.

4.Παροχή πλαισίου για την ερμηνεία του κάθε χορού.

5.Παροχή σχεδίων για την εκτέλεση των χορών.

6.Μοναδική καταγραφή των εξεχόντων χορευτών της Κύπρου.

7.Πληρέστερη περιγραφή των μουσικών του κυπριακού χορού.

8.Χρήση της ρυθμοκινητικής προσέγγισης στην περιγραφή της κίνησης.

9.Μελέτη των χορών των Τουρκοκυπρίων, για πρώτη φορά από Ελληνοκύπριο ή Ελληνα.

10.Ανάλυση και σύγκριση της παράδοσης και της χορογραφίας στον κυπριακό χορό.

11.Παρουσίαση κριτηρίων αξιολόγησης του κυπριακού χορού.

 

   Η Κύπρος είναι τυχερή που γέννησε έναν ακούραστο ερευνητή όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, έναν άνθρωπο που έκανε σκοπό της ζωής του τη μελέτη, την περιγραφή και τη δημιουργία στον κυπριακό χορό, με σκοπό να αφήσει στις επόμενες γενεές ένα βοήθημα έγκυρο και ολοκληρωμένο.

 

   Εκφράζω το θαυμασμό μου για ένα έργο που αποτελεί κεφάλαιο για την Κύπρο και για τον ελληνικό πολιτισμό, ως και τα συγχαρητήριά μου στο συγγραφέα.

 

                                             

Καθηγητής Δρ. Αλκης Ράφτης                 

Πρόεδρος του Χοροθεάτρου “Δόρα Στράτου”, Αθήνα      

Πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού της UNESCO, Παρίσι

 

Αθήνα, 6 Απριλίου 2012

 

 

 

Cinetografia e Ballo Popolare

 

 

Raftis, Alkis: Preface to the book by Bruno Ravnikar “Cinetografia e Ballo Popolare”. Unione Folclorica Italiana.

 

                                            

Prefazione

 

   Con grande entusiasmo saluto l’edizione italiana del manuale di Bruno Ravnikar “Cinetografia e Ballo Popolare” che l’Unione Folclorica Italiana ha voluto proporre al mondo della danza nazionale. Quanto questa opera possa essere preziosa per una impostazione di tipo scientifico allo studio della danza di tutte le culture può essere riassunto nelle parole di Kurt Jooss, che era il primo presidente del Consiglio Internazionale de la Danza CID-UNESCO, scritte nell’ormai lontano 1955 in occasione della pubblicazione di Abris der Kinetographie Laban di Albrecht Knust.

 

   Laban ha pubblicato la sua scrittura della danza in occasione del Secondo Congresso dei danzatori tedeschi a Essen, consegnando la sua cinetografia a tutto il mondo per utilizzarla. Con questo la nostra eredità spirituale è stata arricchita con un modo completamente nuovo di scrittura che dovrebbe rendere finalmente possibile descrivere il ballo, la più sfuggente delle arti.

 

   La cinetografia è dunque uno degli strumenti scientifici per mezzo della quale si può contribuire alla salvaguardia, protezione, conservazione e trasmissione del patrimonio culturale etnocoreutico. Essa costituisce, inoltre, un primo livello analitico indispensabile, per poter condurre ricerche di tipo sistematico e basate sul metodo comparativo che mettano in evidenza la variabilità delle danze cogliendone le analogie e le differenze. Un approccio analitico che, affiancato dalle dovute  indagini storiche, filologiche, socio-economiche e etnografiche, può essere finalizzato ad ordinare l’enorme materiale che oggi sempre più, nonostante il procedere della mondializzazione e globalizzazione culturale, viene riscoperto, recuperato, rivitalizzato presso molte comunità locali.

 

   L’Unione Folclorica Italiana con quest’opera porta a conoscenza del pubblico italiano l’esperienza di un insigne maestro della danza folclorica che ha approfondito e sviluppato l’approccio sloveno alla cinetografia Laban costituitosi all’interno della tradizione di studi e di ricerca sulle danze popolari di quell’area. Noretta Nori, da parte sua, nel curare la presente edizione ha ricostruito la storia e si è impegnata ad armonizzare questo approccio all’interno della tradizione di studi italiani. Importante è stato anche l’apporto di Peter Suhadolc, per la sua conoscenza tecnica della materia, nella traduzione e nell’analisi delle movenze.                                                    

 

 

 

Prof. Dr. Alkis Raftis

Presidente

International Dance Council CID, UNESCO, Paris

www.cid-world.org

 

Dance ensemblres and cultural groups. Tradition, operation and creation

 

 

Ράφτης, Αλκης: Πρόλογος στο βιβλίο του Αντώνη Λαζάρου “Χορευτικοί και πολιτιστικοί όμιλοι. Παράδοση, λειτουργία, δημιουργία”. Κύπρος, 2013.

 

Raftis, Alkis: Preface to the book by Antonis Lazarou “Dance ensemblres and cultural groups. Tradition, operation and creation” (in Greek). Cyprus, 2013.

 

                                  

 

Πρόλογος

 

 

Η βιβλιογραφία του κυπριακού χορού δεν υστερεί από την αντίστοιχη για τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, και πλούσια σε όγκο είναι και ανάλογα λεπτομερής. Συγκρίνοντας την Κύπρο από αυτή την άποψη με τον Πόντο, τη Μακεδονία, την Ηπειρο ή τη Θράκη, βρίσκουμε διαφορές όπως:

 

α) Στην Ελλάδα υπάρχει πληθώρα “εγχειριδίων με πατούσες”, πράγμα που οι κύπριοι συγγραφείς κατά κανόνα αποφεύγουν. Τα βιβλία τους στοχεύουν περισσότερο στο να δώσουν μια εικόνα των χορών παρά να τους διδάξουν πρακτικά. Αυτό είναι προς τιμήν τους, αφού κατάλαβαν νωρίς ότι κανένας χορός δεν μαθαίνεται διαβάζοντας βιβλία. Αντίστοιχα, παραθέτουν πιο συχνά τη μουσική, οδηγώντας το μουσικό στο να παίξει τα κομμάτια, κάτι που οι ελλαδίτες χοροδιδάσκαλοι αποφεύγουν, ίσως γιατί σχεδόν ποτέ δεν έχουν μουσικές γνώσεις.

 

β) Οι Κύπριοι αγνοούν την ελλαδική βιβλιογραφία, όπως άλλο τόσο οι Ελλαδίτες αγνοούν την κυπριακή, ή απλώς δεν την αναφέρουν. Στην Ελλάδα διδάσκονται κυπριακοί χοροί, ενώ την Κύπρο οι δάσκαλοι περιορίζονται στο τοπικό ρεπερτόριο. Το κακό όμως είναι ότι στην Κύπρο δεν έχουν φτάσει οι εξελίξεις που συντελέστηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια. Ελάχιστοι Κύπριοι παρακολούθησαν τα πάνω από 20 Παγκόσμια Συνέδρια για την Ερευνα του Χορού, από τα οποία πέρασαν πολλές εκατοντάδες συνάδελφοί τους. Δεν έχουν διαβάσει τα πρακτικά των συνεδρίων αυτών, οπότε υστερούν στον προβληματισμό και στη μεθοδολογία. Ούτε την ξένη βιβλιογραφία έχουν συμβουλευτεί, αλλά αυτό συμβαίνει και στις δύο πλευρές.

 

γ)  Εχοντας ένα συγκεκριμένο ρεπερτόριο μπροστά τους, δεν μπορούν παρά να επαναλαμβάνουν τις πληροφορίες που έγραψαν οι προηγούμενοι για τον κάθε χορό. Αν είχαν ξεκινήσει την επιτόπια έρευνα νωρίς θα είχαν ανακαλύψει πολύ περισσότερες πληροφορίες, ίσως και άγνωστους χορούς, χορευτικά έθιμα ή συνήθειες συνδεόμενες με το χορό ή προσεγγίσεις σ’ αυτόν. Τώρα, όπως και στην Ελλάδα, οι πιθανοί πληροφοριοδότες είναι ελάχιστοι, οπότε αν ξεκινήσουν θα κάνουν δυσανάλογο κόπο για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους.

 

δ) Η κρατική βοήθεια ήταν μεγαλύτερη στην Κύπρο από ό,τι στην Ελλάδα. Στράφηκε όμως στην ενίσχυση των συγκροτημάτων για την διοργάνωση εκδηλώσεων και τη συμμετοχή σε φεστιβάλ του εσωτερικού και του εσωτερικού, δεν επιβράβευσε την όποια ποιότητα. Αλλο τόσο οι παραστάσεις για τουρίστες ήταν συχνές, ενώ στην Ελλάδα μηδαμινές. Ετσι τα κυπριακά συγκροτήματα ενισχύθηκαν, από την άλλη όμως δεν έμαθαν να στηρίζονται οικονομικά στην τοπική κοινωνία και δεν ωθήθηκαν στο να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους.

 

Οι παραπάνω παρατηρήσεις είναι σημαντικές για να κατανοήσει ο αναγνώστης την αξία του ανά χείρας πονήματος και να το τοποθετήσει στη θέση που του ανήκει. Περισσότερο όπως από όλα, το βιβλίο του Αντώνη Λαζάρου αντικατοπτρίζει την μακρόχρονη πορεία του συγγραφέα. Δεν είναι καθόλου λίγα 40 χρόνια εντατικής ενασχόλησης με τον κυπριακό χορό σε όλες τις πτυχές του. Εδώ θα δει κανείς καταγραμμένο το σύνολο των γνώσεων που συγκεντρώθηκαν αυτό το διάστημα. Παρόμοιο βιβλίο δεν υπάρχει στη ελληνική βιβλιογραφία, ούτε ίσως και στη διεθνή. Ο Αντώνης Λαζάρου επιχειρεί να δώσει ένα εγχειρίδιο στους νεώτερους εν χορώ συναδέλφους του για να τους βοηθήσει στην κάθε πλευρά του έργου που ανέλαβαν ή θα αναλάβουν. Πρόκειται για πολλά βιβλία σε ένα, τέσσερα τουλάχιστον, που θα τα παρουσιάσουμε χωριστά, μια και θα μπορούσαν να εκδοθούν αυτόνομα ενώ τώρα αποτελούν μέρη του ίδιου τόμου.

 

Το ένα μέρος είναι η περιγραφή των λειτουργιών ενός ερασιτεχνικού συγκροτήματος. Αυτό κανείς δεν σκέφτηκε να το κάνει μέχρι τώρα. Ο Λαζάρου προσφέρει τη μεγάλη εμπειρία του, απαριθμώντας τις διοικητικές πλευρές, απαραίτητες από τη στιγμή που περνάει μια ομάδα από την απλή ενασχόληση με το χορό και τη διδασκαλία, στη σκηνική παρουσίαση. Εκτιμώ ιδιαίτερα αυτή την προσφορά του εφόσον η Διοίκηση Επιχειρήσεων (Management) ήταν το μάθημα που δίδασκα στο Πανεπιστήμιο, ενώ ήμουν εκείνος που έφερε την Πολιτιστική Διοίκηση (Cultural Management) στην Ελλάδα πριν από 30 χρόνια.

 

Ενα άλλο μέρος είναι η περιγραφή των χορών και της μουσικής τους. Δίνει συμβουλές για την σωστή απόδοση κατά την άποψή του. Δεν θα μπορούσε να ξεφύγει η Κύπρος από το παγκόσμιο δίλημμα που συνδέεται με τη σύγχρονη απόδοση χορών που ανήκουν στο παρελθόν: πόσο πιστός θα μείνει κανείς στην ιστορική αλήθεια (στο βαθμό που τη γνωρίζουμε), σε ποια σημεία επιτρέπονται οι νεωτερισμοί, ποιοι είναι κατάλληλοι να διασκευάσουν τους χορούς, τη μουσική ή τη φορεσιά, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν χωρίς ο δημοτικός χορός να χάσει την ουσία του; Σ’ αυτά τα ερωτήματα ο Λαζάρου δίνει συγκεκριμένες απαντήσεις, που άλλωστε τις έχει παρουσιάσει με το συγκρότημά του, τη “Βασιλιτζιά”.

 

Ενα τρίτο μέρος δίνει ευρύτερες γνώσεις για το χορό, τόσο γενικά όσο και ιδιαίτερα στην Κύπρο. Κάποιος άλλος θα έδινε πολύ διαφορετικές απόψεις στο θέμα αυτό, εκείνος όμως επιλέγει όσες θεωρεί σημαντικότερες, τολμώντας να πάρει θέση. Ανάλογα τοποθετείται απέναντι στα γενικότερα λαογραφικά θέματα. Τέτοιες γνώσεις οι δάσκαλοι αμελούν να δώσουν στους χορευτές τους. Η έλλειψη γενικών χορευτικών και πολιτιστικών γνώσεων υποβαθμίζει το επίπεδο όλων των χορευτικών ομάδων (όχι μόνο των ερασιτεχνικών αλλά και των επαγγελματικών κάθε είδους χορού) διεθνώς. Ο υπογράφων είναι σε θέση να εκτιμήσει τη συμβολή του κ. Λαζάρου, έχοντας ταχτεί στο να ευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους του χορού με το να τους δώσει πάνω από 20 βιβλία, 100 άρθρα και 30 ιστοσελίδες. Το αποτέλεσμα όμως δεν παύει να απογοητεύει – λίγοι είναι αυτοί που διδάσκουν κάτι παραπάνω από βήματα ή χορογραφίες.

 

Στο τέλος ο συγγραφέας διατυπώνει προτάσεις για τη μεταφορά των εθίμων στη σκηνή, παραθέτοντας 16 (τεράστιος αρθμός) χοροδράματα που έγραψε και παρουσίασε κατά καιρούς. Το χορόδραμα είναι μια εναλλακτική λύση για να ξεφύγει κανείς από τη διαδοχική παράθεση χορών και περιοχών που έχει επικρατήσει διεθνώς. Δίνει ένα θέαμα πιο θεατρικό, με πλοκή, δράση και χαρακτήρες, έχει όμως μειονεκτήματα. Απαιτεί υποκριτικές ικανότητες (που οι χορευτές σπάνια διαθέτουν) και σκηνοθετικά προσόντα (που λείπουν από τους δασκάλους χορού και τα άλλα στελέχη των πολιτιστικών συλλόγων). Αξίζει όμως να στραφούν προς αυτή την κατεύθυνση, αρκεί να συνεργαστούν με θεατρικούς θιάσους, κάτι που δυστυχώς δεν έγινε πουθενά μέχρι σήμερα.

 

Ο Αντώνης Λαζάρου, μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού στον ΟΥΝΕΣΚΟ όπως και ο σύλλογος “Βασιλιτζιά” που διευθύνει, καταθέτει τις γνώσεις και την πείρα που συγκέντρωσε επί τέσσερεις δεκαετίες επί κεφαλής ενός από τα σημαντικότερα φολκλορικά συγκροτήματα του ελληνισμού. Η νέα γενιά χορευτών, όσοι προορίζονται να αναλάβουν ηγετικό ρόλο σ’ αυτά, έχουν τώρα στη διάθεσή τους ένα πολύτιμο βοήθημα για το κάθε τους βήμα.

 

                                                          

 Δρ. Αλκης Ράφτης                              

Πρόεδρος του Χοροθεάτρου “Δόρα Στράτου”, Αθήνα                     

 Πρόεδρος του Διεθνούς Συμβουλίου Χορού, ΟΥΝΕΣΚΟ, Παρίσι    

The music school of Smyrna and rebetiko songs

 

Πρόλογος στο βιβλίο του Νίκου Παπακώστα “Η μουσική σχολή της Σμύρνης και το ρεμπέτικο”. Αθήνα, 2015.

 

Raftis, Alkis: Preface to the book by Nikos Papakostas “The music school of Smyrna and rebetiko songs” (in Greek). Athens, 2015.

 

 

 

 

 

Αγαπητέ Νίκο,

 

Διάβασα το βιβλίο σου με πολλή προσοχή. Πέρα από τα συγχαρητήριά μου για την προσεγμένη έκδοση θα ήθελα να εκφράσω το θαυμασμό μου γιατί κατάφερες να δώσεις έναν πλήρη οδηγό, χρήσιμο και περιεκτικό.

 

Στη εργογραφία του ρεμπέτικου συγκαταλέγονται αμέτρητα βιβλία και άρθρα, από τα πιο εμπεριστατωμένα ως τα πιο πρόχειρα: συλλογές τραγουδιών, βιογραφίες, μονογραφίες για επί μέρους θέματα. Το δικό σου αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στο θέμα συνοψίζοντας ολόκληρη τη σχετική βιβλιογραφία. Αν κάποιος μού ζητούσε να υποδείξω ένα μόνο βιβλίο για να κατατοπιστεί θα τού πρότεινα το δικό σου. Ο τίτλος θα μπορούσε να είναι “Οσα θα πρέπει να ξέρετε για το ρεμπέτικο”.

 

Χαίρομαι ιδιαίτερα που ξεκαθαρίζεις ότι είναι πολύ σωστότερο να λέγονται σμυρναίικα τα τραγούδια. Από παλιά, ψάχνοντας για τους χορούς διαπίστωσα ότι είναι ένα είδος που γεννήθηκε από σμυρνιούς, εδραιώθηκε στη Σμύρνη και επεκτάθηκε στα γύρω της παράλια. Αργότερα, όταν έπιασε ρίζες στην Ελλάδα το είπαν ρεμπέτικο, ίσως γιατί τότε η ονομασία σμυρναίικο ήταν συνδεδεμένη με την προσφυγιά και τη φτώχια, ενώ το ρεμπέτικο έχει την έννοια της ανυποταξίας και της λεβεντιάς. Καλύτερα να το έλεγαν νέο-σμυρναίικο, όπως υπάρχουν νέο-ποντιακά και νέο-κρητικά τραγούδια.

 

Σαν άνθρωπος του χορού παρατηρώ ότι ελάχιστα αναφέρεσαι σ’ αυτούς, όπως άλλωστε όλοι όσοι έγραψαν για το σμυρναίικο/ρεμπέτικο. Φαίνεται ότι τους άφησες για ένα επόμενο βιβλίο σου. Οι χοροί καταδεικνύουν ότι η σωστή ονομασία είναι σμυρναίικο, εφόσον στη μεταφύτευση στην Ελλάδα δεν γεννήθηκαν νέοι χοροί γι αυτά τα τραγούδια – αλλαξε το χρώμα της μουσικής που ελλαδοποιήθηκε αλλά οι χοροί δεν άλλαξαν. Τον όρο ρεμπέτικο μπορώ να τον δεχτώ μόνο αν θέλουμε σώνει και καλά να υπογραμμίσουμε ότι εδώ στην Ελλάδα διαφοροποιήθηκε ριζικά το σμυρναίικο και έγινε ένα άλλο είδος. Δύσκολο να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο αφού αυτά που ενώνουν το σμυρναίικο με το ρεμπέτικο είναι πολύ περισσότερα από όσα τα χωρίζουν.

 

Ανάλογη περίπτωση έχουμε με το αργεντίνικο τάνγκο (λείπουν απελπιστικά οι συγκριτικές έρευνες για τις παράλληλες πορείες τάνγκο και του σμυρναίκου). Η σωστή ονομασία είναι τάγκο πορτένιο (πορτένιο λέγεται το προερχόμενο από το λιμάνι του Μπουένος Αιρες) μια και σε όλη την υπόλοιπη Αργεντινή το αγνοούσαν. Δεν είναι καθόλου παν-αργεντίνικος χορός, όπως και το ζεϊμπέκικο κάθε άλλο παρά πανελλήνιος δημοτικός χορός ήταν. Οταν λοιπόν το τάνγκο ήρθε στην Ευρώπη άλλαξε αισθητά στη μελωδία και στον τρόπο που χορευόταν, δεν έπαψε όμως να λέγεται τάνγκο. Το ίδιο και το σμυρναίικο δεν πρέπει να αλλάξει ονομασία, ακόμα κι αν άλλαξε ύφος στα χέρια των ελλαδιτών.

 

Καθαρά ρεμπέτικοι χοροί πάντως δεν υπάρχουν, είναι οι ίδιοι οι σμυρναίικοι: ζεϊμπέκικο, χασάπικο, καρσιλαμάς, τσιφτετέλι. Με τα σμυρναίικα τραγούδια χορεύονται κι άλλοι χοροί, αυτοί οι τέσσερεις όμως είναι οι καθεαυτό χοροί τους.

 

Στο Θέατρο “Δόρα Στράτου” θα χαρούμε να συμβάλουμε στην προβολή αυτών των χορών με βιβλία, άρθρα, βίντεο, παραστάσεις. Είναι εξίσου ελληνικοί παραδοσιακοί χοροί όπως και οι δημοτικοί, με μόνη διαφορά το ότι είναι αστικοί. Εχουμε μαθήματα σμυρναίικων χορών, ξέχωρα από τους δημοτικούς από τους οποίους προέρχονται.

 

Το βιβλίο σου “Η μουσική σχολή της Σμύρνης και το ρεμπέτικο” θα το προτείνουμε στους μαθητές της Σχολής μας σαν το καλύτερο εγχειρίδιο βασικών γνώσεων. Σε όσους θέλουν να μελετήσουν περαιτέρω θα προτείνουμε φυσικά τα βιβλία του κορυφαίου ρεμπετολόγου (ακούγεται κακόηχα να πω “σμυρναιικολόγου”, αν και είναι σωστότερο) Παναγιώτη Κουνάδη. Ισως εκείνος να βρει ψεγάδια στο βιβλίο σου, πάντως εγώ με τις περιορισμένες γνώσεις μου δεν βρήκα.

                            

Θερμά συγχαρητήρια  

                                               

Αλκης Ράφτης